- παλίγγλωσσος
- παλίγγλωσσος και πολίγλωσσος, -ον (Α)1. αντιφατικός, ψευδής2. αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει («ἔρις οὐ παλίγγλωσσος», Πίνδ.)3. αυτός που μιλά παράξενη ή ξένη γλώσσα4. δύσφημος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + -γλωσσος (< γλῶσσα)].
Dictionary of Greek. 2013.